λαμπαδεῖον

λαμπαδεῖον
λαμπᾰδ-εῖον, τό,
A torch-holder, IG22.1541.15,1543 (Eleusis, iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδείον — λαμπαδεῑον, τὸ (Α) κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + κατάλ. εῖον (πρβλ. λυχν εῖον)] …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”